κίγκαλος
Look at other dictionaries:
κίγκαλος — κίγκαλος, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «κίγκλος»*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίγκλος] … Dictionary of Greek
κίγκαλος — κίγκαλος, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «κίγκλος»*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίγκλος] … Dictionary of Greek